ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ: Πόλη της Μακεδονίας και πρωτεύουσα του νομού Θεσσαλονίκης. Έχει 363.987 κατοίκους (περίπου 1.000.000 κάτ. σε ολόκληρο το πολεοδομικό συγκρότημα) και βρίσκεται στο μυχό του Θερμαϊκού κόλπου. Απλώνεται από τη θάλασσα ως τους γύρω λόφους, που είναι οι υπώρειες του Χορτιάτη (του Κισσού των αρχαίων).
Η Θεσσαλονίκη είναι το διοικητικό, οικονομικό, πνευματικό και συγκοινωνιακό κέντρο της Βόρειας Ελλάδας. Έτσι εμφανίζεται ως συμπρωτεύουσα και θεωρείται μια από τις πιο σημαντικές πόλεις στην Ανατολική Μεσόγειο. Το λιμάνι της είναι ένα από τα σπουδαιότερα της περιοχής αυτής, περιλαμβάνει τη ζώνη ελεύθερου εμπορίου που λειτουργεί από το 1923. ΄Εχει εσωτερικό σιδηροδρομικό και οδικό δίκτυο, εγκαταστάσεις σιλό, ψυγείων, αποθηκευτικούς χώρους και συγχρονισμένες μηχανικές εγκαταστάσεις για φόρτωμα και ξεφόρτωμα των εμπορικών πλοίων.
Η Θεσσαλονίκη είναι το δεύτερο, μετά την Αθήνα, σημαντικότερο βιομηχανικό κέντρο της χώρας με διυλιστήρια πετρελαίου, τσιμεντοβιομηχανίες, χαλυβουργεία, αλευρόμυλους, κονσερβοποιίες, εργοστάσια και βιοτεχνίες ενδυμάτων, επεξεργασίας τροφίμων, χαρτιού κ.ά. Στη Θεσσαλονίκη πολλές ξένες χώρες διατηρούν διπλωματικές αντιπροσωπείες (γενικά προξενεία, υποπροξενεία, επίτιμους προξένους).
Η πόλη βρίσκεται στο σταυροδρόμι μεγάλων συγκοινωνιακών αρτηριών. Οι σιδηρόδρομοι τη συνδέουν με τα κύρια ευρωπαϊκά κέντρα και την Εγγύς Ανατολή. Το οδικό της δίκτυο τη συνδέει επίσης με την Ευρώπη. Το εσωτερικό σιδηροδρομικό και οδικό δίκτυο βρίσκεται και αυτό σε συνεχή ανάπτυξη και βελτίωση. Το αεροδρόμιο της πόλης είναι διεθνές.
Ο τουρισμός είναι ιδιαίτερα αναπτυγμένος στη Θεσσαλονίκη. Θέλγητρα των επισκεπτών αποτελούν τα σημαντικά μουσεία της, τα ρωμαϊκά και βυζαντινά μνημεία, η ΔΕΘ, η ζωή την νύχτα,το Φεστιβάλ Κινηματογράφου, οι εκδηλώσεις των Δημητρίων και άλλα..
Το πανεπιστήμιο της πόλης ιδρύθηκε το 1926. Στη Θεσσαλονίκη λειτουργούν επίσης δημόσιες και ιδιωτικές σχολές, πολυάριθμα πνευματικά και πολιτιστικά ιδρύματα, ξένες σχολές (γαλλική, γερμανική, αμερικανική, ιταλική, αγγλική) και άλλες.
Μνημεία - αξιοθέατα. Τα μνημεία της Θεσσαλονίκης και τα έργα τέχνης που έχουν βρεθεί και ανακαλύπτονται συνεχώς στις ανασκαφικές έρευνες, προέρχονται από όλες τις περιόδους της ύπαρξης της πόλης. Και όλα μαρτυρούν ότι η μακεδονική μητρόπολη ήταν, σχεδόν από την ίδρυσή της, ένα μεγάλο οικονομικό, διοικητικό και πολιτιστικό κέντρο, με ξεχωριστή καλλιτεχνική ανάπτυξη.
Τα αρχαιότερα ευρήματα αποκαλύφθηκαν σε οικισμούς που υπήρχαν στην περιοχή από τα προϊστορικά χρόνια, πριν ακόμη ιδρυθεί η πόλη. Από τους πιο γνωστούς αυτούς ανασκαφικούς χώρους είναι η Τούμπα Θεσσαλονίκης, το Καραμπουρνάκι κ.ά. Πολλά είναι, επίσης, τα ευρήματα που χρονολογούνται στην ελληνιστική αρχαιότητα. Όλα αυτά είναι εκτεθειμένα στο Αρχαιολογικό Μουσείο της πόλης.
Σημαντικά είναι τα ευρήματα της ρωμαϊκής αρχαιότητας, της περιόδου δηλαδή που η Θεσσαλονίκη άκμαζε. Ένας μεγάλος και ιδιαίτερα αξιόλογος χώρος της εποχής αυτής είναι η αρχαία Αγορά, που βρίσκεται στη σημερινή πλατεία Αρχαίας Αγοράς, στο κέντρο της τειχισμένης πόλης. Οι ανασκαφές έφεραν στο φως την κεντρική πλατεία με την περιμετρική στοά, ένα ωδείο, ένα δημόσιο λουτρό, μια υπόγεια («κρύπτη») στοά, ένα νομισματοκοπείο, καταστήματα και άλλα κτίσματα. Λίγο νοτιότερα από την Αγορά βρισκόταν η «Στοά των ειδώλων», οι ανάγλυφοι πεσσοί της οποίας μεταφέρθηκαν στα χρόνια της τουρκοκρατίας στο Λούβρο, όπου βρίσκονται και σήμερα.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το «Γαλεριανό συγκρότημα» στο ανατολικό τμήμα της τειχισμένης πόλης, που οικοδομήθηκε στα τέλη του 3ου με αρχές του 4ου αιώνα από τον καίσαρα, τότε, Γαλέριο Μαξιμιανό. Τα σημαντικότερα κτίσματα του συγκροτήματος, που σώζονται σήμερα, είναι η ομάδα των ανακτορικών οικοδομημάτων, στη σημερινή πλατεία Ναβαρίνου, τα κτίσματα της οδού Δ. Γούναρη, η Αψίδα του Γαλερίου (η γνωστή Καμάρα), με τις ανάγλυφες παραστάσεις, και το επιβλητικό κυκλικό οικοδόμημα της Ροτόντας. Η Ροτόντα μετατράπηκε σε χριστιανικό ναό στα τέλη του 4ου με αρχές του 5ου αιώνα και τότε κατασκευάστηκαν κα τα περίφημα ψηφιδωτά που κοσμούν τον τρούλο της.
Στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Θεσσαλονίκης βρίσκεται ένα πλήθος εκθεμάτων που προέρχονται από την πόλη και την περιοχή και χρονολογούνται από τα νεολιθικά χρόνια ως την ύστερη (ρωμαϊκή) αρχαιότητα.
Η Θεσσαλονίκη είχε οχυρωθεί αμέσως μετά την ίδρυσή της. Τμήματα της αρχαίας εκείνης οχύρωσης βρίσκονται ενσωματωμένα στο τείχος που σώζεται σήμερα και που θα πρέπει να κατασκευάστηκε στα τέλη του 4ου με αρχές του 5ου αιώνα. Το τείχος αυτό έζωνε την πόλη από όλες τις πλευρές και σχημάτιζε, με βάση τη θάλασσα, ένα ακανόνιστο τετράπλευρο, που κορυφωνόταν στο ψηλότερο σημείο με μια τριγωνική Ακρόπολη. Μέσα στο χώρο της Ακρόπολης υψώνεται το χωριστό οχύρωμα του Επταπυργίου.
Λίγο μετά τα μέσα του 19ου αιώνα κατεδαφίστηκε το παραλιακό τείχος, το μεγαλύτερο μέρος του ανατολικού και ένα μικρό τμήμα του δυτικού τείχους. Σήμερα το τμήμα που υπάρχει έχει μήκος 4 χιλιόμετρα,το μισό του αρχικού.
Το τείχος είχε πολλές ονομαστές πύλες στα πεδινά κυρίως μέρη (Πύλη της Ρώμης, Χρυσή Πύλη, Κασσανδρεωτική Πύλη, Ληταία Πύλη κ.ά.) που κατεδαφίστηκαν και αυτές. Μια επώνυμη πύλη, η Πύλη της Άννας Παλαιολογίνας, έχει διασωθεί ψηλά το σημείο που λέγεται Τριγώνιο, κοντά στην Ακρόπολη.
Υπήρχαν επίσης σε όλο το μήκος του τείχους πύργοι για την άμυνα, από τους οποίους σώζονται περίπου 60. Οι περισσότεροι είναι τριγωνικοί, κάποιοι είναι πολυγωνικοί και υπάρχουν και δύο στρογγυλοί, ο Πύργος του Τριγωνίου και ο Λευκός Πύργος, που είναι μεταγενέστερες κατασκευές (πιθανόν των αρχών του 16ου αιώνα). Ειδικά ο Λευκός Πύργος, που βρίσκεται στην παραλία της πόλης και έχει ύψος 34 μέτρα, είναι ένα από τα πιο χαρακτηριστικά μνημεία της Θεσσαλονίκης. Σήμερα, ανακαινισμένος από την αρχαιολογική υπηρεσία, χρησιμοποιείται ως εκθεσιακός χώρος.
Ιδιαίτερα αξιόλογοι είναι οι βυζαντινοί ναοί της Θεσσαλονίκης. Τα μνημεία αυτά, αντιπροσωπευτικά δείγματα όλων των τύπων της βυζαντινής εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής, είναι διακοσμημένα με σπουδαία έργα ψηφιδογραφίας και ζωγραφικής. Μια περιδιάβαση στις βυζαντινές εκκλησίες της πόλης, με τη χρονική σειρά που κατασκευάστηκαν, είναι ένας διαχρονικός περίπατος στη βυζαντινή τέχνη.
Τα παλιότερα σωζόμενα θρησκευτικά βυζαντινά ψηφιδωτά είναι, όπως αναφέρθηκε, τα ψηφιδωτά του τρούλου της Ροτόντας. Ο αρχαιότερος όμως βυζαντινός ναός, οικοδομημένος στο α’ μισό του 15ου αιώνα, είναι ο Άγιος Δημήτριος. Κατά τον αρχιτεκτονικό τύπο είναι πεντάκλιτη βασιλική και σώζονται ενδιαφέρουσες ψηφιδωτές συνθέσεις σε διάφορα σημεία του ναού. Της ίδιας περίπου εποχής είναι και ο ναός της Αχειροποιήτου. Κατά τον αρχιτεκτονικό τύπο είναι τρίκλιτη βασιλική. Στον Όσιο Δαβίδ, ένα μικρό ναό της ίδιας εποχής, που βρίσκεται στην Άνω Πόλη, σώζεται το ψηφιδωτό του ιερού, που έχει θέμα «Το όραμα του Ιεζεκιήλ».
Λίγο μεταγενέστερος, πιθανόν στις αρχές του 8ου αιώνα, είναι ο ναός της Αγίας Σοφίας. Αρχιτεκτονικά θεωρείται μεταβατικός τύπος από τη βασιλική με τρούλο στο σταυροειδή ναό με τρούλο. Στον τρούλο του υπάρχει ένα μεγάλο πολυπρόσωπο ψηφιδωτό της «Ανάληψης».
Από τους ναούς που ανήκουν αρχιτεκτονικά στον τύπο του σταυροειδούς με τρούλο, πρώτος χρονολογικά είναι ο ναός της Παναγίας Χαλκέων (11ος αι.), που έχει πλούσιο εξωτερικό κεραμοπλαστικό διάκοσμο. Εκτός από τον κεντρικό τρούλο, έχει άλλους δύο μικρότερους πάνω από το νάρθηκα. Ο Άγιος Παντελεήμονας (13ος αι.) έχει, εκτός από τον κεντρικό τρούλο, και έναν ακόμη πάνω από το νάρθηκα. Η Αγία Αικατερίνη (13ου αι.) είναι πεντάτρουλος ναός και έχει εξωτερικά κεραμοπλαστική διακόσμηση. Πεντάτρουλος είναι και ο ναός των Αγίων Αποστόλων (αρχές 14ου αι.). Είναι από τους ωραιότερους βυζαντινούς ναούς της Θεσσαλονίκης, με την κομψή του κατασκευή, την πλούσια εξωτερική κεραμοπλαστική διακόσμηση και τα ιδιαίτερα ενδιαφέροντα ψηφιδωτά που σώζονται στο εσωτερικό του.
Από τους άλλους βυζαντινούς ναούς της Θεσσαλονίκης είναι η μικρή βασιλική του Αγίου Νικολάου του Ορφανού, χτισμένη το 14ο αιώνα, με τη μοναδική σε ποιότητα και πλούτο ζωγραφική της διακόσμηση, τον Προφήτη Ηλία και τη Μονή Βλατάδων, στην Άνω Πόλη.
Στο Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού υπάρχουν οργανωμένα σε μεγάλες θεματικές και χρονολογικές ενότητες ευρήματα της βυζαντινής περιόδου από τη Θεσσαλονίκη αλλά και από τον ευρύτερο χώρο.
Από τους μεταβυζαντινούς ναούς της πόλης, οι περισσότεροι από τους οποίους είναι οικοδομημένοι σε θέσεις παλαιότερων βυζαντινών μνημείων, ξεχωρίζουν ο Άγιος Μηνάς, η Νέα ή Μεγάλη Παναγία, ο Άγιος Αθανάσιος, η Υπαπαντή, και ο νεότερος ναός του Γρηγορίου Παλαμά, που είναι και ο μητροπολιτικός ναός της πόλης.
Υπάρχουν ακόμη στη Θεσσαλονίκη μνημεία της μουσουλμανικής αρχιτεκτονικής, κατάλοιπα της τουρκοκρατίας, όπως το Χαμζά Μπέη τζαμί, το Αλατζά Ιμαρέτ τζαμί, το Μπέη Χαμάμ, γνωστό ως λουτρά «Παράδεισος», η αγορά Μπεζεστένι κ.ά.
Από τα νεότερα μνημεία της πόλης θα πρέπει να αναφερθούν τα νεοκλασικά κτίσματα, ιδιωτικά (επαύλεις στον ανατολικό τομέα) ή δημόσια, όπως το κτίριο της παλιάς Φιλοσοφικής Σχολής, το «Διοικητήριο», το «Παπάφειο», το κτίριο του Τελωνείου κ.ά.
Θα πρέπει ακόμη να αναφερθεί η μοναδική σύνθεση της μνημειακής οδού Αριστοτέλους και της ομώνυμης μεγάλης πλατείας που καταλήγει στη θάλασσα. Χαρακτηριστικό σημείο της πόλης είναι και η Νέα Παραλία, που αρχίζει από το Λευκό Πύργο και καταλήγει στο Μέγαρο Μουσικής. Τέλος, υπάρχουν κομμάτια της πόλης που έχουν διατηρήσει την παραδοσιακή τους μορφή, όπως είναι τμήματα της Άνω Πόλης, τα «Λαδάδικα», η πλατεία Άθωνος κ.ά.
Ιστορία. Η Θεσσαλονίκη ιδρύθηκε το 315 π.Χ. από τον Κάσσανδρο, κυρίαρχο τότε και βασιλιά, στη συνέχεια, της Μακεδονίας. Ο αρχικός πληθυσμός της σχηματίστηκε με «συνοικισμό», δηλαδή με τη μεταφορά κατοίκων από τους γύρω οικισμούς. Στη νέα πόλη ο Κάσσανδρος έδωσε το όνομα της γυναίκας του Θεσσαλονίκης, που ήταν ετεροθαλής αδερφή του Μ. Αλεξάνδρου. Η επίκαιρη γεωπολιτική θέση της Θεσσαλονίκης συντέλεσε, ώστε γρήγορα να εξελιχθεί σε σημαντική πόλη και αξιόλογο λιμάνι.
Μετά την υποταγή του Μακεδονικού κράτους στους Ρωμαίους, η Θεσσαλονίκη έγινε πρωτεύουσα της ρωμαϊκής «Επαρχίας της Μακεδονίας». Η ανάπτυξή της συνεχίστηκε και στα χρόνια της ρωμαιοκρατίας και σε αυτό συνέβαλε και η κατασκευή της Εγνατίας οδού (146-120 π.Χ.), που περνούσε λίγο έξω από την πόλη. Το 50 ή το 54 μ.Χ. την επισκέφτηκε ο απόστολος Παύλος και μίλησε στη συναγωγή της μικρής εβραϊκής κοινότητας, η οποία είχε σχηματιστεί στην πόλη από τον 3ο αι. π.Χ.
Εποχή μεγάλης οικονομικής και πολιτιστικής ακμής ήταν για τη Θεσσαλονίκη ο 3ος αι. Τότε θα πρέπει να ολοκληρώθηκε και η οικοδόμηση της αρχαίας Αγοράς. Την ίδια περίοδο αποκρούστηκαν δύο επιδρομές Γότθων (235 και 269). Στο τέλος του 3ου ή στις αρχές του 4ου αιώνα ο καίσαρας Γαλέριος οικοδόμησε στην πόλη το «Γαλεριανό συγκρότημα», το 303 ή 304 εκτελέστηκε στη φυλακή ο άγιος Δημήτριος και το 323-324 ο αυτοκράτορας Μ. Κωνσταντίνος κατασκεύασε ένα μεγάλο τεχνητό λιμάνι, το γνωστό ως «λιμάνι του Κωνσταντίνου».
Το 390 οι Θεσσαλονικείς εξεγέρθηκαν εναντίον της γοτθικής φρουράς της πόλης και την εξόντωσαν. Για να τους τιμωρήσει ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος Α’, διέταξε τη σφαγή 7.000 πολιτών μέσα στον Ιππόδρομο. Την ίδια περίοδο, τέλη 4ου με αρχές 5ου αι., ανοικοδομήθηκε και το κύριο σώμα των τειχών της πόλης.
Τον 6ο και τον 7ο αιώνα η Θεσσαλονίκη αντιμετώπισε με επιτυχία πολλές επιθέσεις και πολιορκίες από Αβάρους και Σλάβους. Το 904 Σαρακηνοί πειρατές κατέλαβαν και λεηλάτησαν την πόλη και πήραν μαζί τους 22.000 αιχμαλώτους, οι περισσότεροι από τους οποίους πουλήθηκαν στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής.
Τον 11ο αιώνα η Θεσσαλονίκη απέκρουσε βουλγαρικές επιδρομές. Τον Αύγουστο του 1185, όμως, κατέλαβαν την πόλη οι Νορμανδοί και έμειναν εδώ περίπου τρεις μήνες. Οι μήνες της νορμανδικής κατοχής ήταν μια περίοδος σκληρής δοκιμασίας για τους Θεσσαλονικείς.
Το 1204 η Θεσσαλονίκη έγινε για ένα διάστημα πρωτεύουσα του φραγκικού «Βασιλείου της Θεσσαλονίκης». Το 1224 κατέλαβε την πόλη ο δεσπότης της Ηπείρου Θεόδωρος Δούκας Κομνηνός και την έκανε πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους που δημιούργησε. Το 1246 πέρασε στην κυριαρχία του αυτοκράτορα της Νίκαιας Ιωάννη Β’ Βατάτζη και το 1261 εντάχθηκε και πάλι στη Βυζαντινή αυτοκρατορία.
Ο 14ος αιώνας ήταν για τη Θεσσαλονίκη, από πολιτιστική άποψη, ο «χρυσός αιώνας», καθώς αξιόλογες πνευματικές προσωπικότητες έζησαν και δημιούργησαν τα χρόνια αυτά και κατασκευάστηκαν μερικά από τα ωραιότερα βυζαντινά μνημεία της. Παράλληλα όμως είχαν οξυνθεί και οι κοινωνικές αντιθέσεις και το 1342 ξέσπασε στην πόλη το λαϊκό κίνημα των «Ζηλωτών», που στρεφόταν εναντίον των ευγενών. Οι Ζηλωτές επικράτησαν και διοίκησαν την πόλη ως το 1349, όταν ο αυτοκρατορικός διοικητής Αλέξιος Μετοχίτης τους ανέτρεψε.
Ήδη όμως είχε εμφανιστεί ο κίνδυνος των Τούρκων. Το 1383 πολιόρκησαν τη Θεσσαλονίκη και, όταν πια δεν υπήρχε ελπίδα για βοήθεια, οι Θεσσαλονικείς παρέδωσαν το 1387 με όρους την πόλη. Η πρώτη αυτή τουρκοκρατία, που είχε ήπια μορφή, κράτησε ως το 1403. Τότε, μετά την ήττα τους από τους Μογγόλους στη μάχη της Άγκυρας, οι Τούρκοι αποδυναμωμένοι αναγκάστηκαν να αποδώσουν την πόλη στους Βυζαντινούς. Γρήγορα ωστόσο έγιναν και πάλι επικίνδυνοι. Το 1423 ο αυτοκρατορικός διοικητής Ανδρόνικος Παλαιολόγος παρέδωσε τη Θεσσαλονίκη στους Βενετούς, για να αναλάβουν αυτοί την άμυνά της. Άρχισε έτσι μια σύντομη περίοδος βενετοκρατίας (1423-1430).
Στα επτά χρόνια που έμειναν οι Βενετοί στην πόλη δεν έκαναν πολλά πράγματα για να ενισχύσουν την άμυνά της. Οι πολίτες, προβλέποντας ότι θα έπεφτε τελικά στα χέρια των Τούρκων, την εγκατέλειπαν για να σωθούν. Έτσι, σε ιδιαίτερα κρίσιμες στιγμές, η Θεσσαλονίκη έχανε τους πραγματικούς υπερασπιστές της.
Στις 27 Μαρτίου του 1430 ένας πολυάριθμος και καλά εξοπλισμένος τουρκικός στρατός, με επικεφαλής τον ίδιο το σουλτάνο Μουράτ Β’, εμφανίστηκε έξω από τα τείχη της Θεσσαλονίκης και άρχισε να την πολιορκεί. Οι λίγοι υπερασπιστές αντιστάθηκαν όσο μπορούσαν, αλλά την τρίτη μέρα της πολιορκίας, 29 Μαρτίου 1430, οι Τούρκοι δημιούργησαν ρήγμα σε κάποιο σημείο του τείχους, μπήκαν μέσα και κατέλαβαν την πόλη. Άρχιζε έτσι η μακροχρόνια περίοδος της τουρκοκρατίας.
Για την πληθυσμιακή αποκατάσταση της σχεδόν ερημωμένης Θεσσαλονίκης φρόντισε ο ίδιος ο πορθητής σουλτάνος Μουράτ Β’, που μετέφερε και εγκατέστησε στην πόλη Τούρκους από διάφορες περιοχές. Παράλληλα, άρχισαν σιγά σιγά να επιστρέφουν και πολλοί Έλληνες κάτοικοί της, που την είχαν εγκαταλείψει. Απότομη όμως αύξηση του πληθυσμού σημειώθηκε στα τέλη του 15ου με αρχές του 16ου αιώνα, όταν έφτασαν και εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλονίκη χιλιάδες Εβραίοι, διωγμένοι από την Ισπανία και από άλλα ευρωπαϊκά κράτη. Έτσι, σχηματίστηκαν οι τρεις εθνικοθρησκευτικές κοινότητες που συναποτέλεσαν από τότε τον πληθυσμό της Θεσσαλονίκης: οι Έλληνες, οι Εβραίοι και οι Τούρκοι. Αυτός ο πολυεθνικός χαρακτήρας της πόλης διατηρήθηκε ως τις αρχές του 20ού αιώνα.
Στα χρόνια της τουρκοκρατίας οι Θεσσαλονικείς υπέφεραν συχνά από επιδημίες, ενώ πολλές φορές συγκλόνισαν την πόλη και προκάλεσαν καταστροφές ισχυροί σεισμοί. Ωστόσο, το 17ο και κυρίως το 18ο αιώνα το εμπόριο και η οικονομία της πόλης σημείωσαν σημαντική ανάπτυξη. Αυτό προσέλκυσε και πολλούς Δυτικοευρωπαίους, που ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στο δυτικό τμήμα της Θεσσαλονίκης, στην περιοχή που ονομάστηκε γι’ αυτό το λόγο «Φραγκομαχαλάς».
Το 1821, όταν ξέσπασε η μεγάλη ελληνική Επανάσταση, οι τουρκικές αρχές εξαπέλυσαν διωγμό κατά της ελληνικής κοινότητας της πόλης. Πολλά εξέχοντα μέλη της αλλά και πολλοί απλοί πολίτες θανατώθηκαν τότε. Στα 1835, όταν οι ελληνοτουρκικές σχέσεις είχαν αποκατασταθεί, ιδρύθηκε στην τουρκοκρατούμενη Θεσσαλονίκη ελληνικό προξενείο.
Το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα ήταν μια περίοδος σημαντικών μεταβολών για την πόλη, καθώς οι τουρκικές αρχές θέλησαν να της δώσουν ένα «ευρωπαϊκό πρόσωπο». Ανάμεσα στα άλλα, κατεδαφίστηκε το παραλιακό τείχος και κατασκευάστηκε προκυμαία, οικοδομήθηκαν μεγάλα δημόσια «νεοκλασικά» κτίρια, η πόλη επεκτάθηκε έξω από τα τείχη, κυρίως προς τα ανατολικά (συνοικία «Εξοχών»), συνδέθηκε σιδηροδρομικά με τη Δυτική Ευρώπη, απέκτησε τα πρώτα τραμ καθώς και φωτισμό με φωταέριο. Ο πληθυσμός της πλησίασε τους 120.000 κατοίκους.
Στην προσπάθεια του εκσυγχρονισμού που επιχειρήθηκε τότε γενικά στην Οθωμανική αυτοκρατορία αντέδρασαν έντονα οι συντηρητικές δυνάμεις των φανατικών μουσουλμάνων. Στη Θεσσαλονίκη, το Μάιο του 1876, ξεσηκώθηκε, με μια ασήμαντη αφορμή, ο τουρκικός όχλος, που κατακρεούργησε τους προξένους της Γαλλίας και της Γερμανίας, όταν επιχείρησαν να παρέμβουν κατευναστικά. Τα αιματηρά αυτά γεγονότα είναι γνωστά ως «σφαγή των προξένων».
Ήδη, από το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα είχε αρχίσει στην τουρκοκρατούμενη ακόμη Μακεδονία ένας έντονος εθνολογικός ανταγωνισμός που οξύνθηκε περισσότερο στις αρχές του 20ού αιώνα και εξελίχθηκε σε ανοιχτή αναμέτρηση, κυρίως ανάμεσα σε Έλληνες και Βουλγάρους, που είναι γνωστή ως «Μακεδονικός αγώνας» (1904-1908). Η Θεσσαλονίκη βρέθηκε στην καρδιά αυτής της αναμέτρησης και το ελληνικό προξενείο της αποτέλεσε ένα από τα σημαντικότερα στρατηγικά κέντρα του αγώνα.
Τον Ιούλιο του 1908 εκδηλώθηκε και επικράτησε στη Θεσσαλονίκη και σε άλλες πόλεις της Οθωμανικής αυτοκρατορίας το κίνημα των Νεοτούρκων. Το κίνημα, καθώς δημιούργησε στην αρχή απατηλές ελπίδες για χειραφέτηση των υπόδουλων εθνοτήτων, σημείωσε και το τέλος του Μακεδονικού αγώνα. Τον Ιούλιο του 1909, ιδρύθηκε στην πόλη η «Εργατική Σοσιαλιστική Ομοσπονδία», η γνωστή «Φεντερασιόν».
Ήδη όμως πλησίαζε για τη Θεσσαλονίκη η ώρα της απελευθέρωσης. Τον Οκτώβριο του 1912 κηρύχτηκε ο α’ βαλκανικός πόλεμος και ο ελληνικός στρατός έφτασε προελαύνοντας έξω από τη Θεσσαλονίκη. Για να αποφύγει μια άσκοπη αιματοχυσία, ο Τούρκος διοικητής Ταξίν πασάς παρέδωσε την πόλη με πρωτόκολλο που υπογράφτηκε αργά τη νύχτα της 26ης Οκτωβρίου 1912. Η τουρκοκρατία, που για τη Θεσσαλονίκη είχε διαρκέσει 5 αιώνες, είχε λήξει οριστικά.
Στις 5 Μαρτίου 1913 δολοφονήθηκε στη Θεσσαλονίκη ο βασιλιάς Γεώργιος Α’, που είχε εγκατασταθεί εδώ αμέσως σχεδόν μετά την απελευθέρωση της πόλης. Ήταν μια πολιτική, προφανώς, δολοφονία, που έμεινε τελικά ανεξιχνίαστη. Τον Απρίλιο του 1913 έγινε απογραφή του πληθυσμού της πόλης, που βρέθηκε να έχει 157.889 κατοίκους.
Τον Ιούνιο του 1913 άρχισε ο β’ βαλκανικός πόλεμος, στον οποίο Ελλάδα και Σερβία αναμετρήθηκαν με τη Βουλγαρία. Στη Θεσσαλονίκη βρίσκονταν στρατωνισμένα, ως φιλοξενούμενα των ελληνικών αρχών, βουλγαρικά στρατιωτικά τμήματα από την εποχή του α’ βαλκανικού πολέμου. Τα τμήματα αυτά, ύστερα από ολονύχτιες συγκρούσεις που έγιναν μέσα στην πόλη στις 17-18 Ιουνίου του 1913 με ελληνικές μονάδες, υποχρεώθηκαν να παραδοθούν. Ο β’ βαλκανικός πόλεμος έληξε με ήττα της Βουλγαρίας. Και με τη συνθήκη του Βουκουρεστίου που ακολούθησε (Αύγουστος 1913) επικυρώθηκε η ενσωμάτωση της Θεσσαλονίκης, όπως και της νότιας Μακεδονίας στην Ελλάδα.
Τον Οκτώβριο του 1915, στη διάρκεια του α’ παγκόσμιου πολέμου, αγγλογαλλικά στρατεύματα αποβιβάστηκαν στη Θεσσαλονίκη. Η πόλη έγινε το κέντρο του «Μακεδονικού μετώπου», όπου συγκεντρώθηκαν τελικά περίπου 500.000 μαχητές του συνασπισμού της Αντάντ.
Την περίοδο αυτή η διαφωνία ανάμεσα στο βασιλιά Κωνσταντίνο και τον πρωθυπουργό Βενιζέλο, ο γνωστός «διχασμός», εξελίχθηκε σε ανοιχτή αναμέτρηση. Στις 17 Αυγούστου του 1916 εκδηλώθηκε και επικράτησε στη Θεσσαλονίκη, το φιλοβενιζελικό και φιλανταντικό κίνημα της «Εθνικής άμυνας» και λίγο αργότερα, στις 26 Σεπτεμβρίου, έφτασε στην πόλη ο Βενιζέλος και σχημάτισε προσωρινή κυβέρνηση. Από το έργο της κυβέρνησης αυτής, εκτός από τη μέριμνα για τη συγκρότηση στρατού που θα πολεμούσε στο πλευρό της Αντάντ, αξίζει να αναφερθεί το διάταγμα που καθιέρωνε για πρώτη φορά τη χρήση της δημοτικής γλώσσας στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση.
Η προσωρινή κυβέρνηση διατηρήθηκε ως τον Ιούνιο του 1917, όταν μετά την έξωση του Κωνσταντίνου, ο Βενιζέλος κατέβηκε στην Αθήνα και σχημάτισε κανονική κυβέρνηση όλης της χώρας, που ενοποιήθηκε και πάλι.
Εκείνο το καλοκαίρι, στις 5 Αυγούστου του 1917, ξέσπασε στη Θεσσαλονίκη μια καταστροφική πυρκαγιά, που μετέτρεψε σε ερείπια το μεγαλύτερο τμήμα του κέντρου της πόλης και άφησε 73.000 άστεγους. Αμέσως μια διεθνής επιτροπή ειδικών εκπόνησε ένα λαμπρό σχέδιο για την οικοδόμηση της καμένης περιοχής (σχέδιο Εμπράρ), που αλλοιώθηκε όμως πολλές φορές, για να εξυπηρετηθούν τα συμφέροντα οικοπεδούχων και για μικροπολιτικούς λόγους.
Μετά τη μικρασιατική καταστροφή του 1922 και την υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών, έφτασαν και εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλονίκη περίπου 90.000 πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, ενώ την εγκατέλειψαν οι Τούρκοι κάτοικοί της. Έτσι, έλειψε μία από τις τρεις μεγάλες εθνότητες του πληθυσμού της πόλης. Τον Οκτώβριο του 1926 άρχισε να λειτουργεί το πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, με πρώτη σχολή τη Φιλοσοφική, και άνοιξε τις πύλες της και η πρώτη Διεθνής Έκθεση. Το Μάιο του 1936, στη διάρκεια μεγάλων απεργιακών κινητοποιήσεων, έγιναν αιματηρές συγκρούσεις στην πόλη ανάμεσα σε απεργούς διαδηλωτές και στην αστυνομία. Τα θύματα των συγκρούσεων αυτών ήταν 12 νεκροί και πάνω από 200 τραυματίες, όλοι διαδηλωτές. Τα γεγονότα αυτά είναι γνωστά ως «Μάης του ’36».
Στα χρόνια του β΄ παγκόσμιου πολέμου ο γερμανικός στρατός κατέλαβε τη Θεσσαλονίκη στις 9 Απριλίου 1941. Η πόλη γνώρισε έτσι την εχθρική κατοχή, στη διάρκεια της οποίας δοκιμάστηκε σκληρά από την πείνα, που έστειλε πολλούς πολίτες στο θάνατο, ενώ ήταν συχνές οι εκτελέσεις πατριωτών από τους κατακτητές. Από τα πιο δραματικά γεγονότα της περιόδου της κατοχής ήταν και η εξόντωση των Εβραίων της Θεσσαλονίκης. Το Μάρτιο του 1943 χιλιάδες αθώοι άνθρωποι, άντρες, γυναίκες και παιδιά (περίπου 45.000) οδηγήθηκαν στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης και θανατώθηκαν. Και με τον απάνθρωπο αυτό τρόπο χάθηκε και η άλλη μεγάλη εθνότητα της πόλης.
Τα γερμανικά στρατεύματα εγκατέλειψαν τη Θεσσαλονίκη στις 29 Οκτωβρίου του 1944 και η πόλη ελευθερώθηκε. Ακολούθησαν τα ταραγμένα χρόνια του εμφύλιου πολέμου, στη διάρκεια του οποίου συγκεντρώθηκαν στην πόλη χιλιάδες κάτοικοι της υπαίθρου, που έζησαν κάτω από άθλιες συνθήκες διαβίωσης. Ένα σύμπτωμα της ανώμαλης πολιτικής κατάστασης που συνεχίστηκε ήταν και η δολοφονία στη Θεσσαλονίκη, στις 22 Μαΐου του 1963, του βουλευτή της Αριστεράς και στελέχους του κινήματος ειρήνης Γρηγόρη Λαμπράκη, από μέλη παρακρατικής οργάνωσης. Ακολούθησε η επτάχρονη δικτατορία (1967-1974), στη διάρκεια της οποίας αναπτύχθηκε στην πόλη έντονη αντιδικτατορική δραστηριότητα.
Στις 20 Ιουνίου του 1978 η Θεσσαλονίκη δοκιμάστηκε από έναν πολύ ισχυρό σεισμό μεγέθους 6,5 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ, που προκάλεσε ζημίες σε κτίρια και μνημεία, ενώ υπήρξαν και 39 νεκροί από την κατάρρευση μιας πολυκατοικίας.
Οι Θεσσαλονικείς συνήλθαν γρήγορα από το πλήγμα του σεισμού και η ανάπτυξη της πόλης συνεχίστηκε με επιταχυνόμενους ρυθμούς, ενώ οι πολιτικές μεταβολές στο χώρο της Βαλκανικής της άνοιξαν νέους ορίζοντες και προοπτικές. Το 1997 η Θεσσαλονίκη εκλέχτηκε πολιτιστική πρωτεύουσα της Ευρώπης και ανταποκρίθηκε με ιδιαίτερη επιτυχία στην αποστολή της αυτή.
Το 2004, κατά τους Ολυμπιακούς αγώνες της Αθήνας, η Θεσσαλονίκη ήταν μία από τις ολυμπιακές πόλεις.
Πηγή:ΔΕΛΤΑ
Οι photo είναι από wooz.gr και travbuddy.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου